προεδρεύοντα

προεδρεύοντα
προεδρεύω
to be
pres part act neut nom/voc/acc pl
προεδρεύω
to be
pres part act masc acc sg
προεδρεύοντα , προεδρεύω
to be
pres part act neut nom/voc/acc pl
προεδρεύοντα , προεδρεύω
to be
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”